Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ: Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ!

Γρά­φει η Ελένη Μαρ­κά­κη


Γεν­νη­μέ­νος στις 17/3/1837 στο Ηρά­κλειο της Κρή­της ο Κων­στα­ντί­νος Βο­λα­νά­κης θα έλθει από πολύ μικρή ηλι­κία σε άμεση επαφή με το υγρό στοι­χείο, θα το λα­τρέ­ψει και θα γίνει με τον άλλο ευαί­σθη­το αλλά πρό­ω­ρα χα­μέ­νο καλ­λι­τέ­χνη τον Ιω­άν­νη Αλ­τα­μού­ρα ο πλέον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός υμνη­τής του. 
Η θά­λασ­σα, τα πλοία και τα λι­μά­νια ήταν η μό­νι­μη πηγή έμπνευ­σης του με­γά­λου ζω­γρά­φου που μαζί με .Θ. Βρυ­ζά­κη, τον Νι­κη­φό­ρο Λύτρα, τον Ν. Γύζη και τον Γ. Ια­κω­βί­δη, θε­ω­ρεί­ται ένας από τους κυ­ριό­τε­ρους εκ­προ­σώ­πους του ακα­δη­μαϊ­κού ρε­α­λι­σμού, της λε­γό­με­νης ‘’Σχο­λής του Μο­νά­χου­’’
Το 1856 αμέ­σως μόλις τε­λεί­ω­σε το γυ­μνά­σιο στη Σύρο τον συ­να­ντού­με στην Τερ­γέ­στη, για να ερ­γα­στεί ως λο­γι­στής στο με­γά­λο οίκο εμπο­ρί­ας ζα­χά­ρε­ως του θείου του Αφε­ντού­λη. Στην Τερ­γέ­στη λοι­πόν ο νε­α­ρός τότε Βο­λα­νά­κης εντυ­πω­σιά­στη­κε από τα μπα­ρόκ κτή­ρια και τα πε­ρή­φα­να ιστιο­φό­ρα στο λι­μά­νι και άρ­χι­σε να γε­μί­ζει τις άχα­ρες σε­λί­δες των λο­γι­στι­κών βι­βλί­ων με πά­μπολ­λα σκα­ρι­φή­μα­τα με βάρ­κες, πλοία, λι­μά­νια και θά­λασ­σες. Είναι η πρώτη του από­πει­ρα να ασκη­θεί στο σχέ­διο. Το τα­λέ­ντο του εντυ­πω­σί­α­σε τον θείο του που απο­φά­σι­σε να τον στεί­λει στην Βαυα­ρία για να σπου­δά­σει ζω­γρα­φι­κή στην Ακα­δη­μία του Μο­νά­χου.
Στο Μό­να­χο “τας Νέας Αθή­να­ς’’ όπως ονο­μά­ζο­νταν την εποχή εκεί­νη η πόλη αυτή, λόγω των δε­σμών της με το νε­ο­σύ­στα­το ελ­λη­νι­κό κρά­τος, οι σπου­δές του θα είναι γό­νι­μες. Στο πρώτο στά­διο ασχο­λεί­ται με την το­πιο­γρα­φία, και αρ­γό­τε­ρα, τον τέ­ταρ­το χρόνο της φοί­τη­σής του ει­δι­κεύ­ε­ται στη θα­λασ­σο­γρα­φία. Τον ίδιο χρόνο το 1866 βρα­βεύ­ε­ται για το έργο του ΄΄Η Ναυ­μα­χία της Λίσ­σα­ς’’, το οποίο αγο­ρά­στη­κε από τον Αυ­το­κρά­το­ρα Φρα­γκί­σκο Ιωσήφ και σή­με­ρα βρί­σκε­ται στα Ανά­κτο­ρα Χοφ­μπούργκ της Βιέν­νης. Το 1882 ζω­γρα­φί­ζει δύο ακόμη ιστο­ρι­κά ναυ­τι­κά θέ­μα­τα: πρό­κει­ται για τη ΄΄Ναυ­μα­χία της Σα­λα­μί­να­ς’’ – κατ’ άλ­λους ‘’Ναυ­μα­χία του Άκτιου­’’ – και την ‘’Πυρ­πό­λη­ση της Τούρ­κι­κης φρε­γά­δας από τον Πα­πα­νι­κο­λή­’’. Η πε­ρί­ο­δος του Μο­νά­χου λήγει ου­σια­στι­κά το 1883.
Το 1883 ο ζω­γρά­φος όντας στο κο­ρύ­φω­μα της στα­διο­δρο­μί­ας του απο­φα­σί­ζει την επι­στρο­φή του στην πα­τρί­δα. Παρ’ όλες τις προει­δο­ποι­ή­σεις του φίλου του και συμ­φοι­τη­τή Ν. Γύζη ότι: ΄΄ πη­γαί­νει εις ένα τόπον όπου οι πί­να­κες ζω­γρα­φι­κής πω­λού­νται εις τον Τι­τά­νειον κή­πο­ν’’, -εν­νο­ώ­ντας ότι η πραγ­μα­τι­κή ζω­γρα­φι­κή απα­ξιώ­νο­νταν στην χώρα μας ενώ ΄΄πέ­ρα­ση­’’ τότε είχαν μόνο λαϊ­κές ει­κο­νο­γρα­φή­σεις που πω­λού­νταν στον Κήπο των Τι­τά­νων του Πει­ραιά – δεν αλ­λά­ζει την από­φα­σή του και τον ίδιο χρόνο επι­στρέ­φει στην Ελ­λά­δα. Από το 1883 και μέχρι το 1903 –όπου ανα­γκά­στη­κε να πα­ραι­τη­θεί για λό­γους υγεί­ας- δί­δα­ξε στην Σχολή των Ωραί­ων Τε­χνών (με­τέ­πει­τα Ανω­τά­τη Σχολή Καλών Τε­χνών) της Αθή­νας.
Στα πρώ­ι­μα έργα του, μετά την άφιξή του στο Μό­να­χο, βλέ­που­με ότι ο ζω­γρά­φος υπήρ­ξε γό­νι­μος δέ­κτης των νέων ιδεών για το φως και το χρώμα και τη ζω­γρα­φι­κή μέσα στη φύση. Στα έργα της δε­κα­ε­τί­ας 1870-1880 ΄΄Χωριό σε ολ­λανδ­κή ακτή­’’, ΄΄Πλύ­στρε­ς’’ και ΄΄Το Τσίρ­κο-Πα­νη­γύ­ρι στο Μό­να­χο­’’ το χρώμα, πα­ρό­λο που δεν φτά­νει στη διά­λυ­ση κάτω από την επί­δρα­ση του φωτός, ωστό­σο το­πο­θε­τη­μέ­νο με γρή­γο­ρες ελεύ­θε­ρες πι­νε­λιές, γί­νε­ται φω­τει­νό και λα­μπε­ρό με απο­τέ­λε­σμα να χά­νο­νται οι λε­πτο­μέ­ρειες και οι χρω­μα­τι­κές κη­λί­δες που ορί­ζουν την επι­φά­νεια να δί­νουν την εντύ­πω­ση του συ­νό­λου. Αν και στις θα­λασ­σο­γρα­φί­ες του είναι πιο κοντά στο πα­ρα­δο­σια­κό πρό­τυ­πο της ολ­λαν­δι­κής το­πιο­γρα­φί­ας όσον αφορά την ορ­γά­νω­ση του χώρου, μοι­ρά­ζο­ντας τον πί­να­κα σε ζώνες με ένα ορί­ζο­ντα χα­μη­λό και τον ου­ρα­νό, που κα­τα­λαμ­βά­νει τα δυο τρίτα σχε­δόν του πί­να­κα, να σχί­ζε­ται από κά­θε­τους άξο­νες των κα­ταρ­τιών πλοί­ων σε έργα όπως ‘’οι Πλύ­στρε­ς’’ ή ‘’Τον Πο­τα­μό­’’ της ίδιας επο­χής δεν δι­στά­ζει να κα­τα­στρα­τη­γή­σει τις αρχές αυτές και να φέρει το έργο πιο κοντά στον θεατή, ανε­βά­ζο­ντας τον ορί­ζο­ντα ψη­λό­τε­ρα ή το­πο­θε­τώ­ντας συ­στά­δες δέ­ντρων σε πρώτο πλάνο. Αυτές οι αρχές, μαζί με τη συγ­χώ­νευ­ση του χρώ­μα­τος και φόρ­μας στην από­δο­ση των επι­φα­νειών, άλλα και η θε­μα­το­γρα­φία με την οποία η αν­θρώ­πι­νη μορφή εντάσ­σε­ται στην φύση σαν ισό­τι­μο κομ­μά­τι της, εν­σω­μα­τω­μέ­νη πλή­ρως σε αυτήν και απο­δο­σμέ­νη όπως και τα άλλα στοι­χεία της, δέ­ντρα, βάρ­κες, κτί­σμα­τα, κα­τα­τάσ­σουν τον Βο­λα­νά­κη στους προ-ιμπρε­σιο­νι­στές ζω­γρά­φους, στους οποί­ους η με­λέ­τη του φωτός και η από­δο­ση των αντι­κει­μέ­νων κάτω από την επί­δρα­σή του απο­τε­λούν το κύριο μέ­λη­μά τους.
Ο ζω­γρά­φος εναλ­λάσ­σει ελεύ­θε­ρες με­λέ­τες με ιμπρε­σιο­νι­στι­κή τε­χνι­κή και γνή­σιο υπαι­θρι­στι­κό αί­σθη­μα με σφι­κτές, αυ­στη­ρές θα­λασ­σο­γρα­φί­ες, σύμ­φω­να με το ολ­λαν­δι­κό πρό­τυ­πο. Εδώ θα άξιζε να διε­ρευ­νη­θεί ο ρόλος της προσ­δο­κί­ας μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης πε­λα­τεί­ας, που σχε­τί­ζε­ται ασφα­λώς με τη ανά­πτυ­ξη του λι­μα­νιού του Πει­ραιά και τη δη­μιουρ­γία εμπο­ρι­κού στό­λου από ατμό­πλοια, που αντι­κα­θι­στούν τα ιστιο­φό­ρα. Κατά τεκ­μή­ριο οι πε­λά­τες των έργων που απει­κο­νί­ζουν πλοία θα έπρε­πε να θε­ω­ρη­θούν οι νε­ό­πλου­τοι εφο­πλι­στές, με συ­ντη­ρη­τι­κό γού­στο. Έτσι πι­θα­νά εξη­γεί­ται πως ο πρώ­ι­μος Βο­λα­νά­κης, που είχε έλθει σε επαφή με τις νέες ανα­ζη­τή­σεις των Γάλ­λων στο Μό­να­χο, είναι πιο τολ­μη­ρός από τον κα­θιε­ρω­μέ­νο πλέον κα­θη­γη­τή του Σχο­λεί­ου των Τε­χνών Δυο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα αυτού του δί­πο­λου απο­τε­λούν το ΄΄ Πα­νη­γύ­ρι στο Μό­να­χο­’’ (1876) με την ελεύ­θε­ρη πι­νε­λιά, που ζω­γρα­φί­στη­κε τη χρο­νιά της δεύ­τε­ρης ιμπρε­σιο­νι­στι­κής έκ­θε­σης στο Πα­ρί­σι, και ή ΄΄Έξο­δος του Άρε­ω­ς’’ (1894), πα­ραγ­γε­λία για τα βα­σι­λι­κά ανά­κτο­ρα της Αθή­νας.
Στον Κων­στα­ντί­νο Βο­λα­νά­κη όμως έτυχε η τρα­γι­κή μοίρα του Καλ­λι­τέ­χνη Λόγω τόσο της επτα­με­λούς οι­κο­γέ­νειάς του όσο και των χα­μη­λών τιμών πώ­λη­σης των πι­νά­κων του και επει­δή δεν διέ­θε­τε κα­νέ­να άλλο πόρο εκτός από τη ζω­γρα­φι­κή του, και ευαί­σθη­τος καθώς ήταν στις υπο­χρε­ώ­σεις του, ανα­γκά­ζε­ται να εκτε­λεί βε­βια­σμέ­να έργα που είναι ευ­τε­λή αντί­γρα­φα πα­λαιο­τέ­ρων του θα­λασ­σο­γρα­φιών.
Οι φόβοι του Νι­κο­λά­ου Γύζη επα­λη­θεύ­ο­νται τώρα: έργα του πω­λού­νται και στον Τι­τά­νειο Κήπο και στον Κήπο της Τερ­ψι­θέ­ας. Τα τε­λευ­ταία χρό­νια του, είναι και τα πιο τρα­γι­κά. Κατά τον με­λε­τη­τή του Μα­νώ­λη Βλάχο, ανα­γκά­σθη­κε να ερ­γά­ζε­ται με ημε­ρο­μί­σθιο στο κορ­νι­ζο­ποιείο του Γλύ­τσου στον Πει­ραιά όπου ζω­γρά­φι­ζε πί­να­κες που να ται­ριά­ζουν σε μέ­γε­θος με τις ξυ­λό­γλυ­πτες κορ­νί­ζες του. Το διά­στη­μα αυτό (από το 1903 δη­λα­δή) ως το θά­να­τό του είναι η πο­ρεία προς την κα­τάρ­ρευ­ση. Μόνος και άρ­ρω­στος εξα­κο­λου­θεί ακόμα να ζω­γρα­φί­ζει…
Στις 29 Ιου­νί­ου 1907 ο με­γά­λος Θα­λασ­σο­γρά­φος πε­θαί­νει, ενώ ο Παύ­λος Νιρ­βά­νας έγρα­φε με πίκρα: ‘’Ήσαν πέντε άν­θρω­ποι στην κη­δεία του’’…

Πηγές:
–Τέσ­σε­ρις αιώ­νες Ελ­λη­νι­κής Ζω­γρα­φι­κής, ΕΘΝΙ­ΚΗ ΠΙ­ΝΑ­ΚΟ­ΘΗ­ΚΗ, εκ­δό­σεις ΑΒΒ
–“Κων­στα­ντί­νος Βο­λα­νά­κης” Λεύ­κω­μα του Λυ­δά­κη Στέ­λιου, Εκ­δό­σεις Αδάμ – Πέρ­γα­μος
— ΖΩ­ΓΡΑ­ΦΟΙ ΤΗΣ ΣΧΟ­ΛΗΣ ΤΟΥ ΜΟ­ΝΑ­ΧΟΥ, Κων­στα­ντί­νος Βο­λα­νά­κης 1837-1907 (Αρ­χείο ντο­κι­μα­ντέρ της ΕΡΤ)

Πηγή: atexnos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.