Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΤΡΥΦΕΡΗ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΑΙΑ-ΧΩΡΑ!


Φωτογραφία του Thodoris Triferis.
«ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΙΝΗ»
1.ΣΤΟ ΛΗΜΕΡΙ ΤΟΥ ΛΗΣΤΗ ΣΤΙΣ ΚΕΓΧΡΕΕΣ
… … …
2. ΕΝΑΣ ΛΗΣΤΗΣ ΛΙΓΟΤΕΡΟΣ

... Το κεντρικό πεδίο δράσης του ληστή ήταν ένα πευκόφυτο ίσωμα περιτριγυρισμένο από βράχους. Ο δρόμος περνούσε έξω από το σημείο αυτό, όχι μακριά όμως, γιατί το να χαραχθεί πέρασμα μέσα σε ένα τέτοιο συνονθύλευμα απότομων βράχων και χαραδρών ήταν δύσκολο πράγμα. Εδώ και αρκετή ώρα κατόπτευα το χώρο αλλά και όλα τα γύρω μέρη, κρυμμένος πίσω από μερικούς θάμνους.
Όλη η περιοχή όπως σας είπα, εκτός του ότι απαρτιζόταν από βράχους, λαγκάδια και σπηλιές ήταν και αρκετά δασωμένη κυρίως με πεύκα, πράγμα που περιόριζε αρκετά το οπτικό μου πεδίο. Παρακολουθούσα προσεκτικά και υπομονετικά γύρω, μήπως και εντοπίσω κάπου τον κακούργο αλλά δεν τον έβλεπα πουθενά. Μήπως παρακολουθούσε αυτός εμένα;
Είχα φτάσει σε τούτο το σημείο φροντίζοντας να μην με ακολουθήσει κανείς από τους Σολυγείους, για ευνόητους λόγους. Δεν το κρύβω πως ήθελα να γίνουν γνωστά τα όποια κατορθώματά μου και να κυκλοφορήσουν τα νέα στην Αθήνα προτού φτάσω εγώ εκεί, αλλά ας γινόντουσαν αργότερα γνωστά, δεν χρειαζόταν να υπάρχουν θεατές στις μάχες μου. Εξάλλου, δεν ήταν καθόλου καλό να έχω το νου μου στην προστασία άλλων ανθρώπων πέρα από την εξουδετέρωση του φονιά. Αντίθετα, έπρεπε να έχω συγκεντρωμένη στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την προσοχή μου στον εντοπισμό του ληστή και στην αντιμετώπισή του, αν ήθελα να μην έχω κακά ξεμπερδέματα. Το ότι δεν φοβόμουν δεν σημαίνει ότι δεν έπρεπε να προσέχω. Παρά το νεαρόν της ηλικίας μου, είχα παγιώσει την άποψη -και ήταν καθαρά δική μου άποψη- ότι αυτός που φοβόταν πολύ ήταν δειλός κι εκείνος που δεν φοβόταν καθόλου ήταν ηλίθιος.
Τα πράγματά μου, εκτός βέβαια από το μαχαίρι μου, τα είχα κρύψει σε κάτι θάμνους δίπλα σε ένα ρυάκι, λίγο προτού φτάσω εδώ. Παρακολουθούσα τώρα υπομονετικά και σάρωνα με το βλέμμα μου όλα τα μέρη. Πέρασε μπόλικος χρόνος χωρίς αποτέλεσμα. Ο ληστής δεν φαινόταν πουθενά. Κάτι όρνια έκαναν κύκλους στον Ουρανό και μέσα στα δένδρα ακούγονταν τα κρωξίματα πουλιών που έσπαζαν την ησυχία.
Ξαφνικά, με το πλάι του ματιού μου έπιασα μια στιγμιαία κίνηση ψηλά σ’ ένα σχεδόν γυμνό από δένδρα βραχώδη λόφο. Κάτι φάνηκε για μια στιγμή πίσω από ένα βράχο και την ίδια στιγμή εξαφανίστηκε στη μικρή χαράδρα που υπήρχε εκεί. Ήταν ο ληστής ή κάποιο ζώο;
Αμέσως μετά φάνηκε κίνηση χαμηλότερα. Τώρα τον είδα καθαρά και από τις περιγραφές ήμουν σίγουρος πως ήταν ο Σίνης. Κατέβαινε προς το ίσωμα, μα γρήγορα χάθηκε πίσω από βράχους και δένδρα. Τώρα που ήξερα πού περίπου βρισκόταν, βγήκα από την κρυψώνα μου και προχώρησα προσεκτικά πιο μπροστά. Κρυβόμουν από βράχο σε βράχο, από θάμνο σε θάμνο και χώθηκα μέσα στο μέρος που αποτελούσε το βασικό λημέρι του Πιτυοκάμπτη. Μπορεί να είχε πολλά στέκια, εδώ όμως ήταν το κεντρικό, το τελικό κολαστήριό του, αν θέλετε.
Κάπου στο βάθος υπήρχε και καλύβα! Είδα το ληστή να κοιτάζει επιφυλακτικά γύρω του και να μπαίνει μέσα στην καλύβα. Πλησίασα περισσότερο και κρύφτηκα πίσω από μια μεγάλη πέτρα. Κατόπτευα την καλύβα και σκεπτόμουν να βρω έναν καλό τρόπο, να τον βγάλω από εκεί και να αυξήσω τις πιθανότητές μου, ώστε αυτές να είναι υπέρ μου.

***

Ο άνθρωπος ήταν πανούργος, γι’ αυτό κατάφερε να επιζήσει τόσα χρόνια. Με ξεγέλασε. Με είχε εντοπίσει, με άφησε να τον δω, έκανε τάχα πως έλεγχε τα πέριξ πριν μπει στην καλύβα και προφανώς βγήκε από κάποια πίσω έξοδο και έφτασε δίπλα μου, χωρίς να αντιληφθώ τίποτα.
Περισσότερο ένιωσα τη βαριά ανάσα του που βρωμούσε άσχημα, παρά είδα κάτι δίπλα μου. Λόγω περιστάσεων, ήμουν ήδη αρκετά σφιγμένος κι έτσι πετάχτηκα δεξιά σαν ελατήριο και κύλησα δύο τρεις τούμπες κάτω στο χώμα. Τα χέρια του που είχαν κάνει την κίνηση να με πιάσουν από το λαιμό μου, έπιασαν αέρα. Ξαφνιάστηκε, δεν έχασε καιρό καθόλου όμως. Μου ρίχτηκε με καταπληκτική ευκινησία για τον όγκο του, με πρόθεση όπως ήμουν πεσμένος να με ακινητοποιήσει ή δεν ξέρω τι. Τίναξα τα πόδια μου και πετυχαίνοντάς τον στο στήθος, εκμεταλλευόμενος την ορμή του τον σήκωσα και τον πέρασα από πάνω μου, πετώντας τον σ’ ένα βράχο. Κούνησε ζαλισμένος το κεφάλι του και σηκώθηκε. Είχα κι εγώ σηκωθεί όμως.
Ριχτήκαμε ο ένας στον άλλον ταυτόχρονα. Αμέσως, συνειδητοποίησα πως ο αγώνας ήταν άνισος. Εντάξει, είμαι γερό-χειροδύναμο, μεγαλόσωμο και γυμνασμένο παιδί, αλλά με τούτον τον αγριάνθρωπο δεν είχα καμιά τύχη σε μια μάχη σώμα με σώμα. Υπερτερούσε τα μάλα. Με γράπωσε με τα δυο του χέρια και για μια στιγμή νόμισα πως θα μου συνθλίψει τα κόκαλα. Σήκωσα το γόνατό μου και τον χτύπησα με όση δύναμη και ταχύτητα μπορούσα στη διχάλα των ποδιών του. Ούρλιαξε και χαλάρωσε το πιάσιμό του κι έτσι, κατάφερα να ελευθερωθώ απ’ το θανατερό αγκάλιασμά του και να τραβηχτώ δύο τρία βήματα πίσω.
Στεκόμασταν ο ένας απέναντι στον άλλον και προσπαθούσαμε να μαντέψουμε ο ένας την επόμενη κίνηση του άλλου. Ήταν σχεδόν ένα κεφάλι ψηλότερος, αρκετά βαρύτερος φυσικά, τρομερά μυώδης και βρώμικος κι είχε μια φάτσα βατράχου. Γυροφέρναμε σαν παλαιστές στο χώρο. Εκείνος προσπαθούσε να με αδράξει στα χέρια του κι εγώ να αποφύγω ακριβώς αυτό. Τον άφηνα να με πλησιάσει ως ένα σημείο, πηδούσα όμως πίσω μόλις κόντευε να με πιάσει, ελπίζοντας να τον κουράσω αρκετά για να αυξήσω τις πιθανότητες νίκης μου. Χόρευα κατά κάποιον τρόπο γύρω του, αλλά απ’ ότι έβλεπα δεν έλεγε να κουραστεί καθόλου.
Κάποια στιγμή κατάφερε να αρπάξει με το δεξί του χέρι το αριστερό μου μπράτσο και με τραβούσε προς το μέρος του για να με γραπώσει καλύτερα. Πάτησα γερά στο αριστερό μου πόδι και αναπήδησα τινάζοντας με δύναμη το δεξί μου προς τα πάνω. Το πόδι μου τον βρήκε στο πρόσωπο τσακίζοντάς του τη μύτη και την ίδια στιγμή ελευθερώθηκα. Από τη μύτη του άρχισε να πετάγεται το αίμα σαν καταρράχτης. Τα αίματα δεν κατάφερναν όμως να σκεπάσουν τη λύσσα, που απλώνονταν στο πρόσωπό του όλο και μεγαλύτερη.
Γυροφέρναμε ξανά ο ένας τον άλλον. Σκέφτηκα το μαχαίρι αλλά το απέρριψα αμέσως. Οι ληστές έπρεπε να πεθάνουν με τον τρόπο που σκότωναν. Εξάλλου, τώρα μετά τις επιτυχίες μου έστω στα σημεία μέχρι τούδε, αισθανόμουν ενισχυμένη την αυτοπεποίθησή μου και το κορμί μου πιο έτοιμο κι ανυπόμονο από ποτέ για να παλέψει. Κι όσο έβλεπα τον υπολογισμό στα μάτια του Σίνη και το φόβο του να μεγαλώνει, τόσο αυξανόταν η αυτοπεποίθησή μου. Μάλλον για πρώτη φορά στη ζωή του πρέπει να άρχισε να σκέφτεται ότι μπορούσε να χάσει κι αυτό τον έκανε πιο επικίνδυνο, σαν πληγωμένο θηρίο.
Έσκυψε κι έπιασε δυο πέτρες, μία με το κάθε χέρι του. Οι κινήσεις του τώρα ήταν πιο αργές, φαίνεται πως η ζημιά στη μύτη του ήταν σοβαρότερη απ’ όσο νόμιζα. Έριξε εναντίον μου τη μία με το δεξί, που πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου, ίσα που μπόρεσα να την αποφύγω. Αν με πετύχαινε, θα με έστελνε στα θυμαράκια. Έφερε την άλλη από το αριστερό στο δεξί σκοπεύοντας όχι να την εκσφενδονίσει, όπως φαινόταν, αλλά να προσπαθήσει να μου τσακίσει μ’ αυτήν το κεφάλι. Επεδίωκε λοιπόν να με πλησιάσει κι εγώ χοροπηδούσα μπρος-πίσω, δεξιά-αριστερά, γύρω του. Γιατί στο καλό άφησα πίσω την κορύνη; Έτσι που πήγαινε όμως το πράγμα, κάποια στιγμή αργά ή γρήγορα θα με στρίμωχνε γι’ αυτό αποφάσισα να του ριχτώ εγώ. Μετά από τόσες προσπάθειες που έκανα για να τον αποφύγω, μάλλον δεν θα το περίμενε.
Πήδησα δύο γρήγορα βήματα μπροστά και με το αριστερό μου χέρι έπιασα το δεξί του που κρατούσε την πέτρα. Έσφιξα και κούνησα δυνατά το χέρι του και η πέτρα έπεσε στο χώμα. Αν και δεν το περίμενα, κινήθηκε κι εκείνος με ταχύτητα κι άρπαξε με το αριστερό του χέρι το δεξί μου. Για λίγο προσπαθούσαμε να τουμπάρει ο ένας τον άλλο μα κανείς δεν τα κατάφερνε. Πήγα να του βάλω μια τρικλοποδιά αλλά την απέφυγε, όπως απέφυγα κι εγώ μια δική του κίνηση για να μου συνθλίψει το πόδι με το δικό του.
Ήταν πιο δυνατός από μένα και πιο λυσσασμένος, αλλά δεν είχα σκοπό να δω τα κομματάκια μου να κρέμονται στα πεύκα. Πάτησα γερά στα δύο μου πόδια και τινάχτηκα με δύναμη ίσια προς τα πάνω. Το κεφάλι μου, προετοιμασμένο και σφιγμένο, βρήκε το σαγόνι του που έσπασε μ’ έναν ανατριχιαστικό ήχο. Πάντοτε ο ήχος από κόκαλα που σπάζουν ήταν ανατριχιαστικός. Εκμεταλλεύτηκα τη στιγμιαία αδυναμία που του έφερε ο πόνος και η έκπληξη κι άλλαξα το πιάσιμο στο δεξί μου χέρι. Εκεί που μου το είχε εκείνος πιασμένο, του έπιασα εγώ το δικό του και τώρα τον κρατούσα κι από τα δυο χέρια. Κρατώντας τον λοιπόν από τα δύο χέρια, οδήγησα τον εαυτό μου να πέσει προς τα πίσω με την πλάτη, μαζεύοντας τα γόνατά μου μπροστά στη μέση μου, τραβώντας τον αγριάνθρωπο πάνω μου. Όπως και στην πρώτη αψιμαχία μας, τον τίναξα με τα πόδια μου μακριά μου, περνώντας τον από πάνω μου. Έβγαλε μια τρομερή κραυγή κι αμέσως μετά έσκασε με το κεφάλι του πάνω σ’ έναν κορμό και σωριάστηκε αναίσθητος.
Έσκισα με το μαχαίρι μου μερικές λωρίδες από το χιτώνα του και του έδεσα γερά τα χέρια πίσω στην πλάτη. Τον έπιασα από τους ώμους και τον έσυρα στον κυκλικό χώρο που αποτελούσε το «εργαστήρι» του αδυσώπητου φονιά. Στη μέση του κυκλικού ξέφωτου προεξείχε ένα μέρος του κορμού από ένα χοντρό πεύκο που είχε κοπεί, φαινόντουσαν όμως δύο χοντρές ρίζες του. Είχε σκάψει ο ληστής για να φαίνονται, ώστε να μπορεί να δένει εκεί τα σχοινιά όταν λύγιζε τα πεύκα. Γύρω-γύρω από το αλώνι αυτό υπήρχαν αρκετά λυγερόκορμα πεύκα που το καθένα τους είχε δεμένα στην κορφή του δύο σχοινιά, τα οποία έπεφταν κι ακουμπούσαν κάτω στο έδαφος.
Έπιασα τα δύο σχοινιά από ένα ισιόκορμο πεύκο κι έβαλα όλη τη δύναμή μου να το λυγίσω, περνώντας το μέσα από τη ρίζα -που έμοιαζε με κρίκο στο έδαφος- τραβώντας όσο μπορούσα. Όταν τα κατάφερα, έδεσα το ένα σχοινί στη ρίζα, ώστε να κρατιέται το πεύκο λυγισμένο. Το δεύτερο σχοινί το έδεσα γερά στον αστράγαλο του ενός ποδιού του ληστή. Έκανα το ίδιο με ένα αντικρινό πεύκο. Το λύγισα, έδεσα το ένα σχοινί στην ίδια ρίζα και το δεύτερο στο δεύτερο πόδι του φημισμένου για την αγριότητά του Σίνη του Πιτυοκάμπτη.
Πήγα στην καλύβα, όπου βρήκα και πήρα ένα ξύλινο δοχείο και το γέμισα νερό στο ρυάκι που κυλούσε δίπλα από την καλύβα. Στο μέλλον, αν κάποιος δεν φοβόταν τα φαντάσματα των διαμελισμένων νεκρών, θα μπορούσε να στήσει ένα καλό σπιτικό εδώ, να σπέρνει φυτά και να εκτρέφει ζώα. Είχε μπόλικη ξυλεία και τρεχούμενο νερό. Τέλος πάντων, δεν μ’ ενδιέφεραν ιδιαίτερα αυτά, τώρα.
Άδειασα το νερό στο κεφάλι του παράνομου. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε κάπως σαστισμένος γύρω του, δεν άργησε όμως να καταλάβει τι γινόταν. Μόλις συνειδητοποίησε πλήρως την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, αφού βοήθησαν σ’ αυτό τα λουριά στα χέρια του και τα λυγισμένα πεύκα με τα δεμένα σχοινιά στα πόδια του, ο τρόμος χαράχθηκε άπλετος στα μάτια του. Τώρα θα γευόταν ακριβώς την «ηδονή» που προξενούσε στα θύματά του, όταν τα διαμέλιζε βασανίζοντάς τα μ’ αυτόν τον ανελέητο, πωρωμένο και διεστραμμένο τρόπο.
Δεν μίλησα καθόλου. Τον άφησα λίγο έτσι να φτάσει ο τρόμος του στα τρίσβαθα της ψυχής του, να γίνει σουβλερός πόνος στα στήθια του. Μετά έβγαλα το μαχαίρι μου κι έκοψα με μια κίνηση, ταυτόχρονα, τα δύο σχοινιά στη ρίζα και τα λυγισμένα πεύκα ορθώθηκαν κι έκαναν τη δουλειά τους. Έβγαλε ένα τρομακτικό παρατεταμένο ουρλιαχτό, ενώ εγώ έτρεχα γρήγορα προς τα πίσω για να μην με περιλούσουν τα αίματα του τέρατος εκείνου. Τότε, άκουσα μια κραυγή κι είδα μια κοπέλα να κρατάει το χέρι της μπροστά στο ανοιχτό από την έκπληξη και τον τρόμο στόμα της. Αμέσως μετά την είδα να τρέχει με τα κόκκινα ρούχα της και να κρύβεται πίσω από κάτι θαμνώδη φυτά, τους ίωξους, αλλά δεν την ακολούθησα αμέσως. Θα την αναζητούσα αργότερα.
Κοίταξα για τελευταία φορά το μέρος. Ήταν βρώμικο από τα αίματα που είχαν σαπίσει κι έζεχνε. Τώρα θα βρωμούσε περισσότερο. Τα δύο κομμάτια του Πιτυοκάμπτη κρέμονταν ένα σε κάθε πεύκο. Χμ... Τα όρνια δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα για τροφή τις επόμενες μέρες. Δίπλα από εκεί που είχα ακουμπήσει τα πράγματά μου, υπήρχε ένα άλλο ρυάκι και πήγα εκεί. Πλύθηκα και καθάρισα πρόχειρα τις πληγές και τα ρούχα μου. Ύστερα πήρα τα πράγματά μου και σε λίγο έφτασα στους ίωξους, στους θάμνους που είχε κρυφτεί η κοπέλα.

3.ΠΕΡΙΓΟΥΝΗ

Βρισκόταν ακόμη κρυμμένη εκεί. Πρέπει να ήταν πολύ τρομαγμένη ή πολύ σαστισμένη για να βρίσκεται ακόμη εκεί. Την πρόδιδε εύκολα το κόκκινο ένδυμά της. Την πλησίασα περισσότερο.
«Μη φοβάσαι, δεν θα σου κάνω κακό. Βγες από εκεί που είσαι», της είπα με κάπως χαμηλό, καθησυχαστικό τόνο και επειδή δεν έκανε καμιά κίνηση, πρόσθεσα, «Είμαι ο Θησέας, ο Πρίγκιπας του Βασιλείου της Τροιζηνίας. Ταξιδεύω για την Αθήνα, δεν είμαι ληστής». Βγήκε από τους θάμνους, τίναξε το ένδυμά της και παρά το φόβο στα μάτια της, ίσιωσε το κορμί της και με κοίταξε με περηφάνια.
«Είμαι η Περιγούνη, η κόρη του ληστή που μόλις σκότωσες. Θα έπρεπε να σε σκοτώσω γι’ αυτό τώρα, αλλά νομίζω πως εκείνος έπαθε αυτό που του άξιζε». Με κοίταξε κάπως πιο θαρρετά και συμπλήρωσε, «Ναι, έτσι νομίζω. Και δεν σε φοβάμαι καθόλου, να ξέρεις. Είμαι σε θέση να υπερασπιστώ μια χαρά τον εαυτό μου».
Μου φάνηκε πως μια ανακούφιση έπαιρνε σιγά-σιγά τη θέση του φόβου της. Και κάποιος θαυμασμός, ίσως. Έτσι τουλάχιστον μου φαινόταν. Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου, απέναντί μου. Συνέχισε να μιλάει σαν να εξομολογούνταν γι’ αυτά που είχε πει, σαν να μιλούσε στον εαυτό της.
«Ήταν κακός, πολύ κακός άνθρωπος, όπως σίγουρα θα ξέρεις. Δεν ήταν έτσι πάντα, αλλά δεν έχει σημασία. Ήθελα να φύγω μακριά μα αν και ήταν πατέρας μου τον φοβόμουν, γιατί θα με κυνηγούσε κι έτρεμα μάλλον στη σκέψη και μόνο για τον τρόπο που μπορεί να με τιμωρούσε. Δεν νομίζω πως θα τον σταματούσε το ότι ήμουν κόρη του αν τον παράκουγα, πίστεψέ με. Ώρα ήταν να βρεθεί κάποιος να ξαλαφρώσει τον τόπο από την παρουσία του», είπε και την πίστεψα.
Την κοίταξα. Ήταν ψηλή ακριβώς όσο κι εγώ και ήταν ιδιαίτερα όμορφη σε πλήρη αντίθεση με τον άσχημο πατέρα της. Είχε πάνω κάτω την ηλικία μου.
«Τι θα κάνεις τώρα;», ρώτησα. «Είσαι ελεύθερη, τώρα πια...».
«Προς το παρόν πάμε στο φτωχικό μου να σου καθαρίσω τις πληγές. Είσαι γεμάτος απ’ αυτές κι όσο κι αν τις έπλυνες, θέλουν περιποίηση μην πάθεις καμιά μόλυνση», μου αποκρίθηκε ακουμπώντας το μπράτσο μου. Συμφώνησα.
Δεν περπατήσαμε και λίγο, αλλά πηγαίνοντας βορειοανατολικά περάσαμε το μέρος που λεγόταν Ισθμός και φτάσαμε τελικά στις υπώρειες ενός βουνού, όπου υπήρχε ένα σπιτάκι με κατάφυτους κήπους γύρω του, περιφραγμένους με πασσάλους και κλαδιά πλεγμένα ανάμεσά τους. Μου είπε πως η ευρύτερη περιοχή λεγόταν Περαία Γη και το σπίτι της βρισκόταν βορειοδυτικά από την πόλη Κρομμυών και ανατολικά από την πόλη Θέρμες. Δεν ζούσε και πολύ κοντά στα μέρη του πατέρα της, λοιπόν.
Το σπίτι ήταν φτιαγμένο με πέτρες και κορμούς δένδρων, κι ήταν πεντακάθαρο και περιποιημένο. Σε απόσταση μάλιστα πεντέξι οργυών υπήρχε κι ένας κελαρυστός καταρράχτης που δημιουργούσε ένα μικρό ποταμάκι και πότιζε κι ομόρφαινε ιδιαίτερα το μέρος εκείνο. Δένδρα φυτεμένα από ανθρώπινα χέρια περιτριγύριζαν το καλυβόσπιτο εκείνο. Ωραίο μέρος! Μου θύμισε κάπως το σπίτι του Γηγέχθονα και μια γλυκιά ανάμνηση κύλησε μέσα μου. Μπήκαμε μέσα. Υπήρχε μια εστία για φωτιά, μερικά ξύλινα καθίσματα κι ένα μονό κρεβάτι. Στο πάτωμα ήταν στρωμένα επεξεργασμένα δέρματα. Στα παράθυρα επίσης ήταν κρεμασμένα λεπτά υφάσματα.
Ζέστανε νερό στην εστία κι εγώ άνοιξα το σακούλι μου και της έδωσα μερικά βότανα που θα έκαναν καλό στις πληγές για να τα βράσει μαζί με το νερό. Όχι πως ήταν τίποτα σοβαρά τραύματα κι ότι υπήρχε κανένας ιδιαίτερος κίνδυνος από αυτά, αλλά θα ήταν σώφρον πράγμα να καθαριστούν καλά. Τα απαλά δροσερά χέρια της περιποιήθηκαν τις πληγές μου που πράγματι ήταν αρκετές.
«Δεν ήταν έτσι πάντα, τόσο κακός, ξέρεις. Εμένα πάντως με πρόσεχε με τον τρόπο του. Δεν πατούσε ποτέ εδώ στο σπίτι για να μην με βάλει σε κίνδυνο, μιας και δεν ήξερε πότε θα τον κυνηγούσαν. Εγώ του πήγαινα φαγητό που και που, το άφηνα σ’ ένα σημείο που ήξερε κι έφευγα χωρίς να μπαίνω σε εκείνο το άθλιο μέρος. Όπως σήμερα δηλαδή, μέχρι που άκουσα τις κραυγές κι ήρθα και είδα τι συνέβη. Με φοβέριζε και τον φοβόμουν πράγματι, αλλά έλεγε πως δεν ήθελε να φύγω, γιατί οι άνθρωποι θα μου φερόντουσαν άσχημα, επειδή ήμουν κόρη του. Μπορεί να φαίνονται αντιφατικά όλα αυτά μα εκείνος έτσι ήταν. Αλλοπρόσαλλος», μου είπε καθώς περιποιούνταν τις πληγές.
Εγώ για να διώξω τις σκέψεις της, τής είπα ποια ήταν τα βότανα και με ποιον τρόπο έπρεπε να τα χρησιμοποιεί.
«Είσαι και γιατρός;», με ρώτησε.
«Ένας μελλοντικός βασιλιάς πρέπει να ξέρει τα πάντα, αν είναι δυνατόν, για να είναι καλός βασιλιάς». Είχα μια τάση καυχησιάς που την κόλλησα από τον Ηρακλή, όχι έντονη βέβαια μα υπαρκτή.
«Θα γίνεις βασιλιάς της Τροιζήνας;», με ρώτησε πάλι.
«Δε νομίζω. Είναι μικρή για να με χωρέσει η Τροιζήνα». Συγκράτησα την φυσική αλαζονεία μου και δεν είπα τίποτα γι’ αυτά που νόμιζα πως με περίμεναν στην Αθήνα. Δεν της εξήγησα τότε, ούτε αργότερα στο μακρύ σχετικά χρόνο που έμεινα εκεί, παρόλο που τότε δεν ήξερα ότι θα μείνω τόσο.
Ήθελα και έπρεπε να περάσω από την Κόρινθο, γι’ αυτό την άλλη μέρα πήρα το δρόμο για την Κόρινθο και περνώντας τον Ισθμό, τη λωρίδα Γης ανάμεσα στη θάλασσα που ένωνε δύο στεριές, έφτασα στην ξακουστή πόλη… ...
 η εικόνα προφίλ του Thodoris Triferis Θοδωρής Τρυφέρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.