Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΤΡΥΦΕΡΗ «ΘΗΣΕΑΣ, Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΤΩΝ ΑΝΙΚΗΤΩΝ»!

η εικόνα προφίλ του Thodoris Triferis
Θοδωρής Τρυφέρης

Το πρώτο μου ιστορικό μυθιστόρημα, «Θησέας, ο Τελευταίος Των Ανίκητων» ολοκληρώθηκε, καθώς τελείωσε η 'επιμέλεια' και το βιβλίο βρίσκεται σε πορεία/διαδικασία έκδοσης... 
[Η παρουσίασή του θα γίνει στις 8 Μαρτίου, Τετάρτη, ώρα 7 μ.μ, στο Πολεμικό Μουσείο - θα ακολουθήσει φυσικά η σχετική "πρόσκληση" των φίλων...].
Έτσι για μια ...γνωριμία με το βιβλίο θα παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα (χωρίς τη χρονολογική σειρά τους, με πρώτο εκείνο που αναφέρεται στη συνάντηση του ήρωα με την Ωραία Ελένη)...
«Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ»

1. ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ!

α. Τσιλημπουρδήματα

Με την Φαίδρα και την Δηιδάμεια να μην βρίσκονται πια στη ζωή, μην έχοντας και οι δύο πια συζύγους και καθώς τα παιδιά μας ήταν ήδη αρκετά μεγάλα και αυτεξούσια, ο Πειρίθους άφησε το βασίλειό του στον γιο του και είχε έρθει στις Αθήνες. Ήμασταν που ήμασταν πολύ καλοί φίλοι -ε, τώρα γίναμε αχώριστοι, αυτοκόλλητοι που λένε.
Θυμηθήκαμε τις παλιές εποχές. Τριγυρίζαμε οι δυο μας σαν ρεμάλια στα καπηλειά όχι μόνο της πόλης των Αθηνών αλλά και σε άλλα μέρη της Αττικής. Το ένα βράδυ μας εβρισκε στην Αθήνα, το άλλο στο Μαραθώνα, στα Μέγαρα, στη Σαλαμίνα ή όπου αλλού κατέβαζε η κεφάλα μας. Γινόμασταν ένα με τους διάφορους φιλοσόφους, ένα με τους θαμώνες των καπηλειών, ένα με τον απλό κόσμο, τα πίναμε και περνούσαμε καλά. Ό,τι κι αν μας είχε βασανίσει στο παρελθόν, το είχαμε αφήσει στην άκρη. Εντάξει, για να μην «ρίχνω» τόσο πολύ τον εαυτό μου, διατηρούσαμε σε ανεκτό βαθμό το επίπεδο της αξιοπρέπειάς μας αφού κανείς δεν μας είδε ποτέ να σερνόμαστε στο δρόμο ή να κάνουμε ασχήμιες, εκτός από πειράγματα. Ούτε παραμέλησα τα καθήκοντά μου ως άρχων του τόπου. Όταν προέκυπτε κάποιο σοβαρό ζήτημα, ήμουν εκεί στις επάλξεις.
Εγώ πατούσα τα πενήντα μου, ο Πειρίθους ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερός μου, νομίζω. Τα χρόνια περνούσαν τροχάδην και μετ’ ου πολύ θα λογιζόμασταν γέροι. Ένα βράδυ βρισκόμενοι μες την καλή χαρά από διασκέδαση και πιόμα, αξιολογήσαντες τους εαυτούς μας ως σπουδαίους και ακμαίους, δυνατούς κι ωραίους και εισέτι νέους, αποφασίσαμε πως προλαβαίναμε να ξαναπαντρευτούμε κι ότι μας έπρεπαν ξεχωριστές και ξακουστές γυναίκες, κόρες Θεών τουλάχιστον, χα, χα. Δώσαμε τα χέρια στο λόγο μας πως θα βοηθήσει ο ένας τον άλλον σ’ αυτό. Σκεφτήκαμε ακόμα πως δικαιούμασταν λόγω ηλικίας, αν δεν υποχρεούμασταν, χα, χα, να διευρύνουμε τους ορίζοντες των χαρών μας, να ανοίξουμε τα εδαφικά πεδία διασκέδασής μας. Έτσι, σιγά-σιγά αρχίσαμε να ξανοιγόμαστε μακρύτερα, σε άλλες ξενότερες περιοχές και βγάζαμε ολόκληρες βδομάδες μακριά από την Αττική. Άλλοτε βόρεια ως στη Θεσσαλία, άλλοτε νότια στην Πελοπόννησο. Αυτήν τη φορά βρισκόμασταν στη Σπάρτη.
Φτάσαμε εδώ την προηγούμενη μέρα κι αμέσως το νέο κυκλοφόρησε σαν να το διαλαλούσε άνεμος, πως οι γνωστοί, φοβεροί και τρομεροί Ήρωες Θησεύς και Πειρίθους τιμούν και τη δική τους πόλη με την παρουσία τους. Εμείς είχαμε σκοπό να αράξουμε σε κάνα καπηλειό και να του δώσουμε να καταλάβει. Για να μην λέω μισές αλήθειες όμως, θέλαμε να περιποιήσουμε τιμήν τινά στους φτωχούς οφθαλμούς μας να δουν και εκείνην την Ελένη, την ομορφότερη γυναίκα σ’ όλον τον κόσμο ως απανταχού ελέγετο, που δεν υπήρχε άντρας επί γης ο οποίος να μην έχει ακούσει για την ανείπωτη ομορφιά της και όλοι πια την ξέραμε ως «Ωραία Ελένη» της Σπάρτης.
Εν πάση περιπτώσει, βρήκαμε ένα καλό καπηλειό και το ρίξαμε στο φαγοπότι και στα χωρατά με τους άλλους θαμώνες. Ως φαίνεται όμως, ο Βασιλιάς της Σπάρτης ο Τυνδάρεως, άκουσε για την παρουσία μας εδώ και μας αναζητούσε αυτοπροσώπως. Μας βρήκε και μας προσκάλεσε στο παλάτι, αλλά εμείς μιας κι είχαμε ήδη στρωθεί, τον προσκαλέσαμε να τα πιούμε μαζί εδώ στο καπηλειό, παρόλο που μας δινόταν η ευκαιρία να έχουμε «μ’ ένα χτύπημα δυο θηράματα», δηλαδή και να τα πιούμε στο παλάτι και να δούμε την Ωραία μας, την κόρη του. Ανταποκρίθηκε με χαρά και γίναμε… ένα. Τι δαίμονα, κι ο βασιλιάς χρειάζεται λίγη …χύμα καλοπέραση! Εμ; Εμείς χαζοί ήμασταν;
Ο Τυνδάρεως είναι γιος του Περιήρους και της Γοργοφόνης της κόρης του Περσέα, και συνδέεται με τον κύκλο του Ηρακλή, καθώς ο Τυνδάρεως και ο αδελφός του Ικάριος είχαν εκδιωχθεί από τον ετεροθαλή αδελφό τους τον Ιπποκόοντα και κατέφυγαν στην Πλευρώνα στο ανάκτορο του Θέστιου, όπου παρέμειναν και τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τους γείτονες εχθρούς του. Ο Θέστιος έκανε τον Τυνδάρεω γαμπρό του αφού του έδωσε για σύζυγο την κόρη του, την πανέμορφη Λήδα. Αργότερα, ο Ηρακλής σκότωσε τον Ιπποκόοντα και τους γιους του και επανέφερε τον Τυνδάρεω στον θρόνο της Σπάρτης. Σε εκείνη τη μάχη ο Ηρακλής έχασε τον αδελφό του τον Ιφικλή.
Ο Τυνδάρεως λοιπόν ήταν σύζυγος της Λήδας και πατέρας της Ωραίας Ελένης, των Διόσκουρων, της Κλυταιμνήστρας, της Τιμάνδρας, της Φιλονόης και δεν ξέρω ποιων άλλων. Όλοι ξέραμε όμως πως η Ελένη ήταν κόρη του Δία, όπως και οι Δίοσκουροι, Κάστωρ και Πολυδεύκης. Κατά τις διαδόσεις-δοξασίες, όταν ο Δίας είδε την πανέμορφη Λήδα στις όχθες του ποταμού Ευρώτα, αισθάνθηκε γι' αυτήν ακατανίκητο πόθο και ζήτησε τη βοήθεια της Θεάς Αφροδίτης, η οποία τον μεταμόρφωσε σε λαμπρό ολόλευκο κύκνο, λαμβάνοντας η ίδια μορφή αετού, καταδιώκοντάς τον. Ο καταδιωκόμενος Ζεύς-κύκνος ζήτησε καταφύγιο στην αγκαλιά της Λήδας που κολυμπούσε. Εκείνη, αισθανόμενη συμπάθεια προς τον κύκνο, έσπευσε να τον σώσει παίρνοντάς τον τρυφερά στους κόλπους της. Αργότερα, η Λήδα γέννησε δύο αυγά και λένε πως από το ένα βγήκαν ο Κάστωρ κι ο Πολυδεύκης, από το άλλο δε, η Ελένη. Η Κλυταιμνήστρα και οι άλλες κόρες ήταν κανονικά παιδιά του Τυνδάρεω. Η Ελένη πήρε όλη την ομορφιά της Λήδας και τη χάρη και τη λαμπρότητα του κύκνου-Δία στο πολλαπλάσιο. Αυτός ήταν ο βασιλιάς Τυνδάρεως κι η οικογένειά του.
«Αύριο θα κάνουμε θυσίες στο ναό της ορθίας Αρτέμιδας. Συμπτωματικά, αύριο έχει και τα γενέθλιά της η κόρη μου η Ελένη ή μάλλον απόψε κλείνει τα δεκαπέντε της -αύριο θα διάγει την πρώτη μέρα των δεκάξι της, έγινε γυναίκα πια, δόξα τω Διί- και θα κάνουμε γιορτές… Θα είναι τιμή μας, αν είστε μαζί μας», είπε ο Τυνδάρεως στο τέλος της κρασοκατάνυξης, καθώς χαιρετιόμασταν για να πάμε για ύπνο. Άλλο που δεν θέλαμε. Συμφωνήσαμε.

β. Γνωριμία με την Ωραία της Σπάρτης – Φευγιό και γάμος

Το τυπικό των θυσιών τελείωσε. Μετά την προσφορά εριφίων και καρπών της Γης, μελιού και γάλακτος, φρούτων και ανθέων, χυμών και αρωμάτων και των λοιπών συμπαρομαρτούντων, πήραν σειρά οι μπαλάντες, τα τραγούδια και οι χοροί νεαρών γυναικών και κοριτσιών. Δίπλα στο το ναό οι Σπαρτιάτες είχαν έναν τεράστιο αμφιθεατρικό χώρο δίκην περιβόλου, όπου λάβαιναν χώραν οι χαρές και τα πανηγύρια, τα τραγούδια κι οι χοροί. Κι εκεί στο χορό την είδαμε!
Την είδαμε να χορεύει. Θεοί μου, τι ήταν αυτή; Το πιο ομορφόγλυκο, το πιο θηλυκόγλυκο πρόσωπο που είδα ποτέ, τα πιο λαμπερόχρυσα μαλλιά, τα πιο ατλαζοθαλασσινά μάτια… Τέλειες καμπύλες, απόλυτες αναλογίες. Μοναδική, ακαταμάχητη, άφταστη, ανυπέρβλητη! Θεσπέσια, εξαίσια, θε ϊ κή! Και…, λικνιζόταν στο χορό, στα ηχήματα των αυλών και της άρπας, που να πάρει! Κάθε λίκνισμα του κορμιού της σου «κοβε την ανάσα», έσπερνε αρρυθμίες σε όλον τον ανδρικό πληθυσμό στα γύρω. Όλες οι κινήσεις της εξέπεμπαν θηλυκότητα και ακτινοβολούσαν ξεδιάντροπη προκλητικότητα. Η κοπέλα αυτή ήξερε πολύ καλά πόσο μετρούσε, πόσο και πώς επιδρούσε η παρουσία της στο ανδρικό στοιχείο πέριξ. Έστελνε ασύστολα γύρω τις ακτινοπυρκαγιές της που σου έκαιγαν τα σωθικά. Δία μου παντοδύναμε, κάνε με μερικά χρόνια νεώτερο!
Σε κάθε λίκνισμά της, σε κάθε ελιγμό της τα μάτια της έπεφταν συνεχώς πάνω μου, λες και δεν είχε μάτια για κανέναν άλλον και σε λίγο το αντιλήφθηκαν μάλλον όλοι, το ίδιο κι ο Πειρίθους. Μέσα από τα δόντια του, καθώς δεξιά του καθόντουσαν οι Διόσκουροι κι αριστερά μου ο Τυνδάρεως κι η Λήδα, μου ψιθύρισε.
«Σε μαγνητίζει με τα κόλπα και τα νάζια της φίλε μου, θα σε φάει με τα μάτια, πριν σε φάει με το στόμα, χα, χα, το βλέπω. Όλους μας βέβαια μας σκοτώνει με τη θανατηφόρα επίδρασή της, η αποκλειστικά και μόνον εξ εσού μαγνητισμένη, ω παλιάνθρωπε, παλιομοναχοφάη… Αυτή ρε, δεν είναι γυναίκα, πειρασμός μεταμορφωμένος είναι…». Κατέβαζα μονορούφι τη μία κούπα πίσω από την άλλη. Το κρασί μου τόνισε την ψευδαίσθηση που χρειαζόμουν αυτήν τη στιγμή. Ναι, γιατί να το αποκλείσω; Μπορεί να …μπορούσε να γίνει. Ψιθύρισα κι εγώ μέσα από τα δόντια μου.
«Θα ρίξουμε κλήρο, όπως είπαμε, Πειρίθοε. Κι ελπίζω να μου πέσει, δεν είναι άδικη η Αφροδίτη, χα, χα».
«Τι κλήρο και κουραφέξαλα μου λες, αγόρι μου, τώρα... Αυτή μοιάζει έτοιμη να σου ριχτεί εδώ, μέσα στον κόσμο. Κρύψου, αν θες να γλιτώσεις, θα σε ροκανίσει! Το διαβάζει το δίπτυχο να ξέρεις, τον πίνει το ζωμό. Και δεν είναι τόσο μικρή, όσο νομίζαμε».
Ανάμεσα στις κοπέλες που χόρευαν, ξεχώριζε και η πανέμορφη επίσης και πρώτη εξαδέλφη της Ελένης, η Πηνελόπη η κόρη του Ικάριου, όπως με πληροφόρησε ο Τυνδάρεως. Έλειπε η άλλη κόρη του, η Κλυταιμνήστρα που ήταν γνωστή επίσης για τη θηλυκότητά της και είχε πρόσφατα παντρευτεί τον πρώτο ξάδελφο της μάνας μου (και καναδυό δεκαετίες μικρότερο της Αίθρας) Αγαμέμνονα, τον πρίγκιπα του βασιλείου των Μυκηνών. Αντίθετα όμως από τις δυο αδελφές, η Πηνελόπη δεν ήταν καθόλου προκλητική.
Υπήρχε αιτία. Όλοι ήξεραν πως κάποια φορά παλιότερα ο Τυνδάρεως θυσίασε στους Θεούς αλλά παρέλειψε την Αφροδίτη, γι' αυτό και εκείνη ενστάλαξε την απιστία και την επιπολαιότητα στις θυγατέρες του…
Η Ωραία Τιμωμένη της γιορτής, η Ελένη, ήρθε λικνιζόμενη προς το μέρος μας. Ήταν η ώρα να σηκωθούν οι άντρες στο χορό κι εκείνη, όπως το απαιτούσαν άλλωστε οι συνήθειες, θα προσκαλούσε πρώτους στο χορό τους ξενότερους φιλοξενούμενους. Ήρθε πίσω μας ανάμεσα σε μένα και τον Πειρίθοο κι ακούμπησε τα χέρια της αεράτα, ανά ένα στους ώμους μας.
«Βρίσκομαι τόσο κοντά σε δυο τόσο μεγάλους Ήρωες κι έχω τη μεγάλη τύχη να τιμούν τα γενέθλιά μου!», είπε χαδιάρικα. Ύστερα απευθύνθηκε ειδικότερα προς εμένα, και είπε κάπως πιο ναζιάρικα, «Θησέα, μεγάλωσα με το όνομά σου καθημερινά στα χείλη όλων γύρω μου κι έλπιζα κάποτε να σε δω από κοντά. Να που αυτό έγινε πραγματικότητα και θα είναι μεγάλη τιμή για μένα να με χορέψει ο μέγιστος των μέγιστων, ο ήρωάς μου…».
«Μα δεν ξέρω το χορό σας», διαμαρτυρήθηκα, με φανερή την πίστη μου στο ”τράβα με κι ας κλαίω”».
«Δεν πειράζει, θα τον μάθεις. Κι απ’ όσα άκουσα είσαι χορευταράς…», χαχάνισε. «Σήκω, παρακαλώ! Ή μάλλον σηκωθείτε και οι δυο. Περιμένει η Τιμάνδρα για τον Πειρίθοο», συμπλήρωσε. Δεν ξεχώριζα ποια ήταν η Τιμάνδρα κι η Φιλονόη καθόταν δίπλα στην μάνα της, αλλά ο φίλος μου επέμενε να σηκωθεί αργότερα. Σηκώθηκα λοιπόν κι άρχισα να χορεύω μαζί της προσπαθώντας να μην τσαλαπατήσω τα πόδια της. Σε λίγο είχα πάρει τα βήματα του χορού και χορεύαμε σαν να το κάναμε αυτό μαζί από καιρό. Μες τα στριφογυρίσματα του χορού, το κορμί της έπαιζε λάγνα παιγνίδια καθώς ακουμπούσε και τριβόταν λάγνα με το δικό μου, τάχα τυχαία. Λες να ‘κανα λάθος εκτίμηση; Ήταν δυνατόν να ερωτοτροπεί μαζί μου αυτή η νεαρή θεϊκή ύπαρξη; Η Ελένη έπιασε τη συζήτηση μαζί μου, μιλώντας στο αυτί μου γιατί η μουσική ακουγόταν δυνατά. Δεν ήταν από τις κοπέλες που χάνουν καιρό.
«Πάντα σε ήθελα, Θησέα, ήσουν ο Πρίγκιπας των ονείρων μου. Σε θέλω τώρα, εδώ αμέσως!», λάγνισε στο αυτί μου. Α, αυτή δεν παιζόταν με τίποτα. Ε καλά τώρα, αυτή απλά δεν ήταν καλά.
«Μα αυτό δεν γίνεται εδώ, δεν γίνεται τώρα», δυσανασχέτησα σε στυλ “πονάω αλλά μ’ αρέσει”. Εκείνη γέλασε.
«Το ξέρω, απλά αστειεύτηκα, χα, χα. Όμως σε θέλω και θέλω να γίνω γυναίκα σου».
«Μα έχουμε τόση μεγάλη διαφορά ηλικίας, δεν ταιριάζει το πράγμα», είπα κι αυτή τη φορά το εννοούσα, όσο και να μου άρεσαν τα θέλω της. Είχαμε πάνω από τριαντατέσσερα -σχεδόν τριάντα πέντε- χρόνια διαφορά.
«Δεν με νοιάζει καθόλου αυτό εμένα. Θα έρθω μαζί σου, Θησέα. Ποιος είναι ο ξακουστότερος ήρωας στον καιρό μας και ποιος είναι ο μεγαλύτερος βασιλιάς στη γη μας; Ήρθα σε τούτον τον κόσμο για σένα και δεν υπολογίζω κανέναν. Αύριο το πρωί, μια ώρα πριν χαράξει, έλα στη δυτική πλευρά του παλατιού να με πάρεις, να φύγουμε μαζί».
«Και οι δικοί σου; Τ’ αδέλφια σου; Δεν θα μας κυνηγήσουν»; Παρόλο που ήταν μικρή, είχε μπόλικο μυαλό.
«Σε ξέρουν Θησέα και σε σέβονται. Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μας κυνηγήσουν. Καλού-κακού όμως ας φύγουμε νύχτα… Να είσαι εκεί». Το είπε με σιγουριά ότι θα το δεχόμουν, μα με μια σιγουριά… σαν εντολή. Η χοροσυζήτηση τράβηξε πολύ και σκέφτηκα πως αυτό ήταν και καλό και κακό. Κακό, γιατί μπορεί να έβαζε σε σκέψεις τα αδέλφια της Ελένης και καλό, γιατί αργότερα αν θυμόντουσαν πως κουβεντιάζαμε για αρκετή ώρα και πιο πολύ εκείνη ήταν της κουβέντας, θα καταλάβαιναν πως δεν την πήρα μαζί μου με το ζόρι. Τέλος πάντων, πήγα και κάθισα στη θέση μου. Σταμάτησα να πίνω και μετά τα μεσάνυχτα σηκωθήκαμε να φύγουμε. Χαιρετήσαμε τον Τυνδάρεω και τη Λήδα, καθώς και τις κόρες τους. Χαιρέτησα ιδιαίτερα θερμά τους επονομαζόμενους Διόσκουρους Ήρωες Κάστορα και Πολυδεύκη, γιατί είχαμε βρεθεί μαζί στους Αργοναύτες και στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου και αναγνωρίζαμε την αξία καθενός μεταξύ μας.
Πριν απομακρυνθούμε καλά-καλά, ο Πειρίθους μάζεψε μέσα στο αχνόφωτο δυο ξυλαράκια και τα κράτησε στην κλειστή φούχτα του με τις άκρες να εξέχουν. Πρότεινε τη σφιγμένη φούχτα σε μένα.
«Τράβα ένα ξυλαράκι, παιδί!», μου είπε. Ώπα! Τώρα πώς να του το πεις; Πώς να του πεις πως η εκλεκτή μικρά κυρία τα κανόνισε αλλιώς; Πω πω, θα χαλούσε η φάση, αν… Πέρασε από το μυαλό μου πως ο φίλος μου δεν παραήταν εντάξει. Τόση ώρα δεν έβλεπε; Η συμφωνία όμως ήταν συμφωνία. Τράβηξα.
Ο Πειρίθους πέταξε πίσω του το άλλο ξυλαράκι, χωρίς καν να το κοιτάξει και είπε, «Αδελφέ μου, τράβηξες το μεγαλύτερο, είσαι πολύ τυχερός. Κέρδισες. Δικό σου το ζαχαρωτό!». Είτε ήταν το μεγαλύτερο, είτε ήταν το μικρότερο, ήταν το μεγαλύτερο. Το… κερδισμενότερο, χα, χα. Του είπα τι είχαμε συμφωνήσει η Ελένη κι εγώ.
Μια ώρα προτού χαράξει, ήμασταν στημένοι στο δυτικό περιγώνειο. Σε λίγο έφτασε η Ωραία μου με την Πηνελόπη. Έσκασαν μύτη κλεφτά, παρόλο που το σκοτάδι ήταν αρκετά βαθύ.
«Α, Πηνελόπη, φαίνεται πως έκανα την τύχη μου κι εγώ και…», είπε ψιθυριστά ο φίλος μου, όταν είδε την Πηνελόπη. Η Πηνελόπη τον έκοψε αμέσως.
«Μην κάνεις όνειρα, καλέ μου. Εγώ κι Ελένη αγαπιόμαστε, αλλά δεν μοιάζουμε και πολύ. Όσο συμπαθής και να μου είσαι… ξέχνα το. Άντε στο καλό και να προσέχετε!». Η Ελένη τη φίλησε αποχαιρετώντας την.
«Όπως είπαμε, ε; Όσο και να σε ζορίσουν, μην τους πεις τίποτε, σε παρακαλώ!», την προέτρεψε.
«Δεν είμαι εδώ, δεν είδα τίποτα, δεν ξέρω τίποτα. Άντε, καλό ταξίδι!», απάντησε η Πηνελόπη και χάθηκε στο σκοτάδι. Φύγαμε κι εμείς.
Πιο πέρα μας περίμεναν τα άλογά μας κι η Ελένη καβάλησε πίσω μου. Δεν περίμενα τέτοια τύχη. Η Ωραία Ελένη, το ακριβότερο κόσμημα, το θελκτικότερο θηλυκό πλάσμα… απασοτάτης της γης, ήταν δική μου. Πολλοί την ήθελαν, πολλοί τη ζήτησαν, εκείνη διάλεξε τον Παλιο-Θησέα. Χμ, χμ… Γιατί όχι;
Το βράδυ εγώ κι η Ελένη κοιμηθήκαμε μακριά από τον Πειρίθοο. Η Ελένη ήταν η δεύτερη από όσες γυναίκες μου έλαχαν στο δρόμο μου που δεν ήταν παρθένα, μετά την Απέλεια. Αυτό μου έφερε στο μυαλό πως σ’ όλη την κακοτράχαλη ζωή μου δεν την είχα «πέσει» εγώ σε καμία γυναίκα. Δεν χρειάστηκε ποτέ, δεν έτυχε, δεν πρόλαβα τέλος πάντων. Όλες μου οι γυναίκες είχαν πάρει εκείνες την πρωτοβουλία, με αξιόλογη ευθύτητα και αξιοθαύμαστη ταχύτητα…
Σταματήσαμε στη Νεμέα, όπου μας πάντρεψε ο Ιερέας του ναού του Νεμείου Διός, ο Νυξ. Αργά τη νύχτα της επόμενης μέρας φτάσαμε στις Αθήνες κι εδώ άρχισαν οι πρώτες δυσκολίες

γ. Στις Αφίδνες

Οι συμπολίτες μου, από τη μια θαύμαζαν την πρωτόφαντη στα μάτια τους ανείπωτη ομορφιά κι αισθάνονταν συνάμα μέσα τους περηφάνια για τον Άρχοντά τους. Από την άλλη δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη διαφορά της ηλικίας, αλλά και φοβόντουσαν μην καταφθάσουν σε αναζήτηση της αδελφής τους οι Διόσκουροι και οι φίλοι τους και γίνουν φασαρίες. Υπήρχε βέβαια κι ο Μενεσθέας που έσπερνε διαβολές από δω κι από εκεί, πως η Ελένη τάχα ήταν ανήλικη, δωδεκάχρονη ή δεκατριάχρονη. Ο κόσμος άρχισε να με στραβοκοιτάζει. Μιας και με στραβοκοίταζαν οι Αθήνες θα πήγαινα στις Αφίδνες, προσωρινά έστω.
Έτσι, τέσσερις μέρες αργότερα αποφάσισα να πάρω την Ελένη αλλά και την Αίθρα μαζί -μιας και τα παιδιά μου ήταν πλέον μεγάλα- για να έχει παρέα η Ελένη, αφού εγώ θα έλειπα συχνά και πήγαμε στις Αφίδνες, στον πιστό μου φίλο Αφίδνο. Εκείνος μας διέθεσε ένα σπίτι που είχε στο δάσος λίγο ψηλότερα στους λόφους, δίπλα σε έναν καταρράχτη με τη λιμνούλα του. Ήταν ωραίο μέρος για να περάσουμε λίγο καιρό, μέχρι που οι Αθηναίοι να συνηθίσουν στην ιδέα της παρουσίας της Ελένης ως νέας συζύγου μου και να ξεπεράσουν τις «αρνητικότητές» τους που δεν ήταν και αναίτιες, εδώ που τα λέμε. Δεν είχα πει σε πολλούς πού θα πήγαινα, για παν ενδεχόμενο.
Πρέπει να τονίσω για πολλοστή φορά και να ξεκαθαρίσω τα πράγματα μαζί σας δίνοντας και πάλι μια καθαρή εξήγηση, ρητή και κατηγορηματική. Όσοι με κατηγόρησαν, με προεξάρχοντα τον Μενεσθέα φυσικά, πως είχα αρπάξει τη δωδεκάχρονη -λέει- Ελένη, ήταν άδικοι και ψεύτες. Πρώτον δεν άρπαξα την Ελένη, αλλά ήλθε οικειοθελώς μαζί μου και μάλιστα η πρωτοβουλία ήταν δική της και δεύτερον δεν ήταν δωδεκάχρονη αλλά δεκαεξάχρονη. Θα μπορούσε βέβαια να δείχνει σαν δωδεκάχρονη κι ας ήταν παραπάνω, αλλά αντίθετα εκείνη έδειχνε σαν δεκαοχτάχρονη. Κάποιοι λοιπόν με κατηγορούσαν από ιδιοτέλεια και κάποιοι ίσως από άγνοια ή με μπέρδευαν με την περίπτωση του εξαδέλφου της Ελένης του Εναρφόρου, που προσπάθησε να την κλέψει μικρή, στα δώδεκά της χρόνια, χωρίς να τα καταφέρει…

2. ΑΓΥΡΙΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ

Πέρασαν τρεις μήνες περίπου κι οι Διόσκουροι δεν φάνηκαν. Ο Πειρίθοος όμως είχε πια αποφασίσει ποια ήθελε να λάβει ως σύζυγο και μου το ανακοίνωσε χωρίς περιστροφές… Κι ότι είχα αποφασίσει να μεταφέρω τις γυναίκες ξανά στις Αθήνες… Ο Πειρίθους, ο κολλητός μου φίλος των τελευταίων χρόνων, που με σιγοντάρισε αντρίκια κι αδελφικά στη Σπάρτη με το δήθεν κλήρο και με την συντροφικότητά του κατά το γυρισμό στην πόλη μου, ήθελε για γυναίκα του την Περσεφόνη -τη γυναίκα του Πλούτωνα, την κόρη της Δήμητρας. Μου ήρθε ο Ουρανός στο κεφάλι! Ε, δεν ήμασταν καλά!
Προσπάθησα πολλή ώρα για να τον μεταπείσω. Ό,τι και να έλεγα, έβρισκα τοίχο -τι τοίχο, βράχο έβισκα… Ο φίλος μου μού ζήτησε βοήθεια και του τη χρωστούσα, όπως είχαμε αλληλοδεθεί με το λόγο τιμής μας, αλλά τότε δεν μιλούσαμε για παραλογισμούς… Εγώ έβλεπα το μάταιον και υπερβολικόν και το όχι τοσούτον έντιμον ενός τέτοιου εγχειρήματος, αλλά όσο προσπαθούσα να τον μεταπείσω, τόσο αυτός τσιτωνόταν και κάποια στιγμή μου φάνηκε σαν να μην ήταν ο φίλος μου ο Πειρίθοος.
«Κάναμε συμφωνία αδερφέ μου, δώσαμε τα χέρια. Πήραμε όρκους τιμής και πρέπει να τους τηρήσουμε! Τι σημασία έχει ποια θέλω; Εγώ την Περσεφόνη θέλω, μ’ αυτήν είμαι ερωτευμένος, αυτήν ήθελα πάντα! Αυτήν θα πάμε να πάρουμε!». Δεν σταμάτησα να προσπαθώ να τον μεταπείσω, να του δώσω να καταλάβει πως αυτό που ζητούσε ήταν σχεδόν παράλογο και δυσκατόρθωτο έως ακατόρθωτο.
«Μα φίλε μου καλέ και χρυσέ, αυτό είναι πέρα από τις δυνατότητές μας για πραγματοποίηση… Και, ποιοι είμαστε εμείς ρε Πειρίθοε, που θα καταφέρουμε να κλέψουμε τη γυναίκα ενός δυνατού Θεού; Άντε και κατεβήκαμε στον Άδη… Κι άντε και την πήραμε, πώς θα αποφύγουμε το κυνηγητό του Πλούτωνα; Κι άντε πώς του ξεφύγαμε, πού θα την κρύψεις από τα μάτια όλων των Θεών που θα συνδράμουν τον συγγενο-ομοαθάνατό τους; Κι από την Δήμητρα, που το ‘χει ξαναζήσει το πράγμα, λες να γλιτώσεις; Έλα, ρε αδερφέ, λογικέψου τώρα. Διάλεξε όποια άλλη θνητή θέλεις, όμορφες γυναίκες υπάρχουν τριγύρω μας πλήθη, τα νιάτα μονάχα τα τρώει η λήθη…», είπα, αλλά ο Πειρίθους εκτός που ήταν έτσι κι αλλιώς αγύριστο κεφάλι, είχε πιεί κι έναν πίθο κρασί, τον έπιασε και το «Λαπίθικό» του, είχαμε και αλληλοϋποσχεθεί να παντρευτούμε κόρες Θεών... πού ν’ακούσει. Τσιτώθηκε.
«Άσε, ρε Θησέα, τώρα! Εσύ την κόρη του Θεού και μάλιστα του πρώτου των πρώτων, του Δία, την τσίμπησες. Την ομορφότερη στη γη γυναίκα, θνητή-ξεθνητή, την παντρεύτηκες την Ελενίτσα, με συνδρομή Πειρίθου βεβαίως-βεβαίως ε; Ε, κι εγώ θέλω την Περσεφόνη, αυτήν θέλω, ρεε!!». Ήταν εντελώς φανερό πως δεν γινόταν να τον κάνω να αλλάξει γνώμη κι ο λόγος-όρκος εξακολουθούσε να ισχύει. Αναγκαστικά, θα τον βοηθούσα να κάνει την προσπάθειά του -να πάρει την Περσεφόνη από τον Άδη.

3. ΣΥΖΥΓΙΚΕΣ... ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ

Ανακοίνωσα την απόφασή μου στην Ελένη και στη μητέρα μου. Ποιος είδε τους Θεούς και δεν τους φοβήθηκε! Η Ελένη θύμωσε, άστραψε και βρόντησε.
«Σε ακολούθησα εδώ, πιστεύοντας πως θα μ’ έχεις να ζω βασίλισσα στο μεγαλύτερο, λαμπρότερο και πλουσιότερο βασίλειο του κόσμου κι εσύ με έκρυψες εδώ στις Αφίδνες σ’ ένα καλυβόσπιτο, με μοναδική παρέα την Αίθρα! Πού γλέντια, χαρές, λούσα και πολυτέλειες που περίμενα… Δεν φτάνει που με έκρυψες εδώ στην τρύπα, θέλεις τώρα να μ’ αφήσεις και μόνη μου για τόσο καιρό, γιατί αυτό θα πάρει πολύ καιρό να ξέρεις…». Της είπα πως είχα δώσει το λόγο μου και δεν μπορούσα να τον πάρω πίσω. Εκείνη αγρίεψε περισσότερο.
«Αν είχες δώσει το λόγο σου και τα ήξερες αυτά να μην με άφηνες έγκυο… Γιατί, πανάθεμά σε, με γκάστρωσες αφού ήξερες πως θα πήγαινες για επικίνδυνα κυνήγια στον Κάτω Κόσμο, που να σε φάει ο Κέρβερος, γαμώ την τύχη μου μέσα;». Εξεπλάγην, δεν ήξερα πως ήταν έγκυος. Τα μαλλιά της βέβαια ήταν πιο λαμπερά, το δέρμα της πιο όμορφο και τα νύχια της πιο γερά, όπως είχα δει και με την Περιγούνη, την Αντιόπη, την Φαίδρα κι όπως ήξερα πως οι περισσότερες έγκυες ακτινοβολούν από υγεία και θηλυκότητα. Πώς δεν το πρόσεξα;
«Και γιατί ρε κορίτσι μου, δεν μου το είπες; Θα έκανα μια προσπάθεια παραπάνω για να τον πείσω να μην πάμε στον Άδη. Τώρα του επιβεβαίωσα το λόγο μου για δεύτερη φορά και δεν μπορώ να κάνω πίσω. Και… αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, σου λέω πως δεν ήξερα πως ήθελε κάτι τέτοιο ο Πειρίθους ούτε καν το φανταζόμουν. Μάλλον ούτε κι ο ίδιος ήξερε πριν τι ήθελε…». Εκείνη το πήρε απόφαση πως θα βοηθούσα τον Πειρίθοο. Έριξε τους τόνους -της φωνής της τουλάχιστον γιατί το κορμί της έτρεμε ακόμα.
«Ήσουν όνειρο για μένα, όπως για κάθε γυναίκα Θησέα και μόλις είδα πως με πρόσεξες, παρά τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας μας, τρελάθηκα από τη χαρά μου. Αν και όλοι οι άντρες έπεφταν στα πόδια μου, εγώ είχα μάτια μόνο για σένα. Ήσουν όνειρο Θησέα, αλλά όνειρο απατηλό! Θα σε περιμένω μέχρι να γεννήσω. Αν δεν γυρίσεις μέχρι τότε, θα πάω στα μέρη μου. Και να ξέρεις πως η φύση μου με θέλει κοντά σε άντρες…», είπε με κάποια θλίψη. Τις τελευταίες λέξεις όμως, τις άφησε να συρθούν συλλαβιστά για να πάρουν ιδιαίτερο νόημα.
Ήθελα να πω λόγια που θα την ηρεμούσαν, που θα την έπειθαν πως μετά τη βοήθεια στον Πειρίθοο θα ήμουν όλος δικός της για πάντα, για όλα, πως θα της πρόσφερα τη ζωή που ονειρεύτηκε… Περισσότερο από όλα ήθελα να χαϊδέψω λίγο την κοιλιά της, αλλά εκείνη πήγε στο άλλο δωμάτιο βροντώντας σχεδόν την πόρτα πίσω της. Γύρισα στην μητέρα μου.
«Αίθρα, να την προσέχεις σε παρακαλώ! Παρά τα σκληρά και άσχημα λόγια της, γενικά έχει δίκιο. Προσπάθησε να της δώσεις να καταλάβει όμως πως δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Ελπίζω να είμαι πίσω προτού γεννήσει».
«Θα την προσέχω, παιδί μου, εσύ τήρησε την υπόσχεσή σου. Και βέβαια έχει δίκιο, Θησέα και καλά έκανες και δεν της αντιμίλησες. Το να προσπαθεί κάποιος να ηρεμήσει μια εκνευρισμένη γυναίκα είναι σαν να ραντίζει έναν δαίμονα με ιερό ολύμπιο ύδωρ. Στο καλό παιδί μου και να προσέχεις! Να ‘χεις την ευχή μου!». Κοίταξα τη σοφή, γλυκιά, καλή μητέρα μου. Ήταν κάπου στα εξηνταοκτώ της, αλλά η ζωντάνια της την έδειχνε μικρότερη.
«Γειά σου, μητέρα!».
Έσκυψα, φίλησα την Αίθρα κι έφυγα για να συναντήσω τον Πειρίθοο. Βέβαια, τότε δεν ήξερα πως δεν θα ξανάβλεπα τη μητέρα μου ποτέ στη ζωή μου. Αν το ήξερα, θα την έσφιγγα πολλή ώρα στην αγκαλιά μου και θα τις έλεγα ένα κατεβατό από ευχαριστίες και απολογίες. Θα άφηνα να κυλήσει και κάμποσο δάκρυ, που πάλευε έτσι κι αλλιώς να μείνει κρυμμένο στα ματόκλαδα. Δεν ξέρω αν άλλη μάνα είχε κάνει αγόγγυστα τόσα πολλά για το παιδί της. Με μεγάλωσε, με δίδαξε και δεν παντρεύτηκε ποτέ -εκτός από εκείνην τη μια μέρα που κράτησε ουσιαστικά ο γάμος της με τον Αιγέα- για να μεγαλώσει και να διδάξει και τα παιδιά μου κι ήταν πάντα δίπλα μου, όποτε κι αν την χρειάστηκα… Ούτε κι εκείνη ήξερε βέβαια πως θα πέθαινα καμιά εικοσαριά και πλέον χρόνια νωρίτερα από αυτήν κι η γλυκιά μάνα μου θα έφευγε στα πολύ βαθιά της γεράματα, όπως οι Θεοί το είχαν γραμμένο… Και, ακούστε παιδιά μου… Πατέρας είμαι, αλλά να ξέρετε, Σαν Τη Μάνα Δεν Έχει.
Μην ξεχνάτε πως αυτά που σας διηγούμαι τώρα, τα ξέρω -τώρα- γιατί τα διηγούμαι από τον Άλλο Κόσμο. Διότι, εδώ και πολλούς αιώνες όπως καλά ξέρετε, είμαι νεκρός. … …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.